πτεροφυΐα

πτεροφυΐα
η
το να βγάζει κάποιος φτερά: Άρχισε η πτεροφυΐα των μικρών πελαργών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πτεροφυία — πτεροφυίᾱ , πτεροφυία growing feathers fem nom/voc/acc dual πτεροφυίᾱ , πτεροφυία growing feathers fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτεροφυΐα — η, ΝΑ [πτεροφυής] η έκφυση φτερών, ο σχηματισμός φτερώματος …   Dictionary of Greek

  • πτεροφυίαν — πτεροφυίᾱν , πτεροφυία growing feathers fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτέρωμα — το, ΝΜΑ, και φτέρωμα Ν 1. τα φτερά και τα πούπουλα ενός πτηνού, το σύνολο τών πτερών και τών πτίλων 2. μτφ. η δύναμη για πέταγμα ή για κίνηση (α. «φρενών πτέρωμα», Κάλβ. β. «τὸ τῆς ψυχῆς... πτέρωμα», Μεθόδ. γ. «πτέρωμα τῆς κινήσεως», Γαλ.) νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • πτεροφύησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ [πτεροφυῶ] πτεροφυΐα …   Dictionary of Greek

  • ԹԵՒԱԲՈՒՍՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0808 Chronological Sequence: 8c, 12c գ. πτεροφυΐα pennarum generatio, plumescentia Բուսանել թեւոց՝ որպէս եւ փետրոց. *Կամ թռչնոց մազեղ թեւաբուսութիւն ստեղծեալ. Դիոն. երկն. Շ. հրեշտ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • πτέρωμα — το, ατος 1. το σύνολο των φτερών πουλιού. 2. πτεροφυΐα, φτέρωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”